Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας”

Και να που φθασαμε  ΘΕΕ μου σενα κοσμο που σε αποριπτει........
Σε σηκωνει στο σταυρο σου ενω σε χρειαζεται  και σε αναζητει

Ηρθε ο Χριστός στη γη και βρέθηκαν μπροστά του οι πιο ανίκανοι άνθρωποι όλων των εποχών... από ανθρώπους μικρούς, από ανθρώπους τιποτένιους... .. αυτοί οδήγησαν το Χριστό -      και τον κόσμο - στη σταύρωση  !!!!



Στ' αγκάθινό σου το στεφάνι καθάριο το αίμα σου. Στο πρόσωπο σου κόκκινα στολίδια οι πληγές σου. Σιωπή τα χείλη σου Μπορείς και κουβαλάς όλων τα λάθη. Μπορείς να κουβαλάς τόση αγάπη. Το σταυρό μου σήκωσες. Το σώμα σου το καθάριο πλήγωσες τα ιμάτια σου μοίρασαν. Γυμνός με κοίταξες και όταν δίψασες χολή και ξίδι τα χείλη σου πικρά στου Άδη το ταξίδι. Τον πόνο σου έπνιξες στην αγάπη μ ένα σου δάκρυ. Με συγχώρησες κι ας μην άξιζα για μένα μίλησες. Για σένα σιωπή το στόμα σου κι εγώ στον κλήρο το χιτώνα σου. Στου θανάτου το απάντημα κραυγή το στόμα σου. Τετέλεσται!
Ηλι Ηλι σαβαχθανι, τουτεστιν, ΘΕΕ μου ΘΕΕ ΜΟΥ, ινα τι με εγκατελειπες.



Χριστέ μου σε ρωτησα: - Ποσο πολύ με αγαπας..???? Κι Εσύ χαμογέλασες, ειπες: ''Να, τόσο πολυ.... απλωσες τα χέρια Σου και πέθανες για μένα 
ΘΕΕ ΜΟΥ
σαυτην την στιγμη η ψυχη πονα
μην μου στερεις την αγκαλεια σου
κραταμε κοντα σου
μονο εσενα εχω ο κοσμος τον πνιγει η απληστια του
ΚΥΡΙΕ μου  και ΘΕΕ μου
ας γινει το ΘΕΛΗΜΑ  ΣΟΥ.......



Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

ΣΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΑΦΗΣΑ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΞΕΠΛΥΝΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ

Έκανα τη μοναξιά μου παραθύρι στα όνειρα μου κι ήρθε κι έκατσε ένας γλάρος και μου μίλησε με θάρρος. Μου ‘πε: κοίτα πως πετάω κι από τα ψηλά κοιτάω έτσι είδα τα όνειρά σου κι είμαι τώρα εδώ μπροστά σου. Μου ‘πε κι άλλα - μου ‘πε κι άλλα ώσπου άρχισε ψιχάλα... έλα, μου ‘πε, πάμε τώρα δε φοβόμαστε τη μπόρα... Θα πετάξουμε παντού έχω θύελλα στο νου αστραπή μες στην καρδιά μου ουρανό τα όνειρά μου. Έκανα τη μοναξιά μου παραμύθι στα όνειρά μου κι ήρθε κι έκατσε ένας γλάρος και μου μίλησε με θάρρος



Ξέρεις τι θέλω να σου πω;
Κάτι που μάλλον θα γελάσεις
Άμα δε μάθεις να χαϊδεύεις τις πληγές
δε θα σου φτάσει όλη η ζωή σου για να κλαις
Είμαστε έρημοι στην πληθώρα των ανθρώπων
MHN XANEIΣ ΤΟΝ ΕΥΤΟ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ  ΜΑΖΙ ΣΟΥ..
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΝΑ ΞΕΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ........
...
Στα μονοπάτια του καημού
στη γέφυρα του στεναγμού
μ' έκαν' η μάνα μου
Μια φθινοπωρινή βραδιά,
ζωή την κρύα σου καρδιά
είδαν τα μάτια μου

Με κουδουνίστρες πλαστικές
όμορφες και χρωματιστές
με νανουρίζανε
Και τα ματάκια τα μικρά
είδαν του κόσμου τ' αγαθά
και συμφωνήσανε

Ήταν το γάλα μου πικρό
και το νεράκι μου γλυφό
που με μεγάλωνε
Κι απέναντι στη κούνια μου,
η μοίρα η κακούργα μου
και με καμάρωνε

Ήταν το κλάμα μου μουντό
σαν κάτι να 'θελα να πω,
μα δεν με νιώσανε
Μια λυπημένη αναπνοή
για την πουτάνα τη ζωή
που μου χρεώσανε

Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα,
δεν με ρωτήσανε ζωή, μα σε συνήθισα
Σαν πληγωμένο αετόπουλο στο χώμα,
ψάχνω τη δύναμη να κρατηθώ ακόμα

Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα,
άλλα μου δείξανε και άλλα εγώ αντίκρισα
Θεέ μου κι ας ήξερα ποια μέρα θα πεθάνω
και του θανάτου μου γενέθλια να κάνω

Πάνω σε λάσπες και καρφιά
στ' άδικου κόσμου τη φωτιά πρωτοπερπάτησα
Ισορροπία σταθερή
για να προλάβω τη ζωή,
όμως την πάτησα

Μονό το "α" και το "χ"
στη σχολική μου εποχή
πρωτοσυλλάβισα
Γι αυτό το "αχ" και το "γιατί"
όπου βρεθώ μ' ακολουθεί
κι ας τριαντάρισα

Έτσι περνούσε ο καιρός
και γω στο δρόμο μου σκυφτός
έκανα όνειρα
Έτυχε να 'μαι απ' αυτούς
που κολυμπάνε στους αφρούς
και στα λασπόνερα

Στάζει το αίμα της ψυχής,
σαν τις σταγόνες της βροχής
όμως ποιος νοιάζεται
Και την αόρατη πληγή
που μέσα μου αιμορραγεί
ποιος την μοιράζεται

Έτσι ξεκίνησα λοιπόN
ΑΝΤΕ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΟΛΟΥΣ ΕΔΩ         


          

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Να ξερεις οτι ειμαι εξω στο κρυο και την βροχη  κουλουριασμενος..ΑΛΑ   ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ...........
Σε θέλω εδώ.....
Όχι για να μαντεύεις τα λόγια μου, αλλά για να συμπληρώνεις τις σιωπές μου..
Αν κάποια στιγμή σε κάνουν να νιώσεις ένα μηδενικό, μην λυπηθείς...
Χαμογέλα Αν κάποια στιγμή σε κάνουν να νιώσεις ένα μηδενικό, μην λυπηθείς...

Χαμογέλα 
 ΤΟΝ ΕΥΑΤΟ ΣΟΥ ΜΗΝ ΤΟΝ ΧΑΝΕΙΣ...............
ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ  ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ


ΘΕΕΘΕΕ ΜΟΥ   Απάλλαξέ με από το να επιμένω στις παλαιωμένες ιδέες μου με πείσμα γεροντικό. Δεν σου ζητώ  να ξεχασω αλα να μην θυμαμαι

Θ
Εύχομαι να είναι ο τελευταίος πόνος που πέρασε από πάνω μου

Τέτοιες στιγμές θολώνουν τα μάτια...κι έτσι θολά και νοτισμένα, βλέπουν ολοκάθαρα τις ομορφιές που "έντεχνα" κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές...σε κάθε βήμα, σε κάθε χτύπο, σε κάθε ανάσα...
Και προσπερνούν αδιάφορα κάθε μικρότητα, κάθε ασχήμια που τα περιτριγυρίζει

σημερα, που ξαναγινε χωμα το κορμι...σημερα, ψαχνω να βρω ακομα το γιατι!
Δεν πούλησα ποτέ την ψυχή μου... Αν και την παζάρεψα, πολλές φορές.
ξανα 
Θαλασσα μου εσενα θα   αγαπουσα.........
Το διαβασα στους< απομαχους ναυτικους >απο  μια κυρια αξια θαυμασμου προς στους ΑΞΙΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ  υπ..οι ναυτικοι πανε στις πορνες και κανουν παρεα με κακοποια στοιχεια  ΕΣΕΙΣ  ΚΥΡΙΟΙ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Προς απόμαχους ναυτικούς

Ονομάζομαι Άννα Χατζηιωάννου. Στα είκοσι δύο μου πα­ντρεύτηκα ένα παλικάρι που η δουλειά του ήταν ναυτικός. Στις πέ­ντε μετά τον γάμο μας ταξίδεψε, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του. Αφότου τε­λείωσε το σχολείο δούλευε στο καΐκι του πατέρα του. Στα δεκαπέντε του έβγαλε φυλλάδιο και έγινε ναυτικός πια, από τόσο δα παιδάκι.

Μετά το στρατιωτικό πήρε το κυ­βερνητικό και σιγά σιγά, μετά από όλες τις διαδικασίες που έπρεπε, έγι­νε πρακτικός πλοίαρχος. Ταξίδευε με μότορσιπ, στις αρχές μικρά και μετά μεγαλύτερα, άνω των πεντακοσίων κόρων. Στο σπίτι μας ερχόταν σαν κλέφτης. Αν ενώναμε όλες τις μέρες που ζήσαμε μαζί δεν θα φτάνανε τους τρεις μήνες.

Και τα τρία μου παιδιά τα γέννησα μόνη μου γιατί εκείνος ταξίδευε. Τα παιδιά του δεν τα είδε να μεγαλώνουν γιατί ταξίδευε. Δεν χάρηκε τα πρώτα τους λογάκια γιατί ταξίδευε. Δεν έτυ­χε ούτε μια φορά στα γενέθλιά τους γιατί ταξίδευε. Δεν τα είδε ποτέ να πηγαίνουν σχολείο γιατί... ταξίδευε!

Τα παιδιά το είχαν παράπονο γιατί ποτέ δεν τα πήρε από το χέρι, όπως άλλα παιδιά που έβλεπαν με τον μπα­μπά τους, να τα πάει κάπου, οπουδή­ποτε. Και σιγά σιγά το πήραν απόφα­ση. Ο μπαμπάς δεν μπορεί να είναι μαζί μας, είναι ναυτικός και για να ζή­σουμε πρέπει να ταξιδεύει.

Ώσπου πέρασαν τα χρόνια και ήρθε η ώρα να πάρει τη σύνταξή του, με­τά από 40 χρόνια κανονική υπηρεσία, ήρθε στο σπίτι μας να τον γνωρίσουν τα παιδιά, και εμείς, παππούδες πια, να γνωριστούμε επιτέλους μεταξύ μας.

Δεχτήκαμε τη σύνταξη που μας έδωσαν και μάθαμε να πορευόμαστε με αυτήν. Μάθαμε με αυτά τα χρήμα­τα να τακτοποιούμε τις υποχρεώσεις μας και να ζούμε. Ώσπου έφτασαν οι κύριοι «Μαζί τα φάγαμε»! Ξέρουν ότι δεν τα φάγαμε μαζί, και δεν τους νοιάζει που όλος ο κόσμος ξέρει ποιοι τα έφαγαν!

Ήρθαν λοιπόν και μας καταδίκασαν σε αργό θάνατο. Τις άδειες και τα δώρα τα βάπτισαν επιδόματα. Μας μίκρυναν τη σύνταξη. Μας έβγαλαν από το πρόγραμμά μας. Δεν μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στις υποχρεώσεις μας. Κάθε μήνα η σύνταξη είναι όλο και πιο μικρή και πάντα με την απειλή ότι τον άλλο μήνα θα είναι μικρότερη.

Πώς αμφισβητούν εκείνη την απόφαση βάσει της οποίας συνταξιοδοτήθηκε αυτός ο άνθρωπος που τόσα χρόνια θαλασσοπνίγηκε και τους πλήρωνε με το αίμα της ψυχής του για να δικαιούται αυτή τη σύνταξη! Και τώρα έρχονται να του την αρπάξουν. Και ακόμα να του λένε πως δεν έχει δικαίωμα σε μια ανθρώπινη ιατρική περίθαλψη.

Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, μας ζητούν να πληρώνουμε χαράτσια και φόρους που ποτέ δεν κατάλαβα από πού τα ξετρυπώνουν. Και μετά το τέλος της χρονιάς μάς φορολογούν ως εισόδημα ακόμα και αυτά που μας άρπαξαν!

Θέλουν να μας τρελάνουν! Δεν πάει άλλο! Πρέπει πια να ξεσηκωθούμε. Ξεσηκωθείτε όλοι οι απόμαχοι ναυτικοί! Ξεσηκωθείτε επιτέλους! Τι περιμένουμε; Μας έχουν κλέψει κάθε ελπίδα για μια αξιοπρεπή ζωή. Ξεσηκωθείτε, και όχι στους δρόμους για να εκτονώνονται τα «τσιράκια» τους επάνω μας.

Υπάρχει και η νόμιμη οδός. Που θα δικαιωθούμε μόνο αν ενωθούμε. Να μας δώσουν πίσω ό,τι μας άρπαξαν. Να πάνε αλλού να βρούνε αυτά που τους λείπουν. Τους ανθρώπους που έφαγαν τη ζωή τους μέσα στα πέλαγα με κίνδυνο να μην ξαναδούνε ποτέ τα παιδιά τους να τους αφήσουν ήσυχους.

Όλα αυτά που αποφασίζονται από τους κ.κ. ιθύνοντες της πολιτείας αποδεικνύουν ότι ζούμε σε μια οικονομική χούντα, και βέβαια οι αποφάσεις τους είναι αντισυνταγματικές. Εγώ με τίποτε δεν θα δεχθώ αυτό που αυτοί θέλουν. Δηλαδή, να μας τρελάνουν και να μας οδηγήσουν στην αυτοκτονία.

Το μόνο που θα δεχτώ θα είναι να φτιάξουν ειδικούς φούρνους, να πάρουν τη συνταγή που σίγουρα θα την έχει αυτός ο «θηλυκός Χίτλερ» που διαπραγματεύονται μαζί της τις ζωές μας και να μας κάνουν σαπούνι! Τουλάχιστον να μείνουμε στην Ιστορία!

Με πλήρη απόγνωση

Άννα Χατζηιωάννου