Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013
Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013
ΟΙ ΓΑΤΕΣ...........
ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΩΝ
Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Tης έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ' στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
(από το Μαραμπού, Άγρα 1990)
Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Tης έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ' στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
(από το Μαραμπού, Άγρα 1990)
Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013
Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013
S O S
Την ώρα που βουλιάζει το καράβι, το γνωστό σε όλους μας sos που εκπέμπει ο ασυρματιστής και που στη σύγχρονη ναυτική γλώσσα είναι το γνωστό mayday- mayday
είναι μια προσευχή των ναυτικών που χάνονται και στην πραγματικότητα απευθύνουν την υστάτη έκκληση να σωθούν και να σώσουν τις ψυχές τους.
Πιστεύω ότι τελικά όλοι το ίδιο κάνουμε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας
Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013
Χιλιάδες μίλια κι’αν είμαι μακριά σου
Η σκέψη μου κοντά σου φτερουγά
Καθώς η πλώρη παλεύει με το κύμα
Και παίζουν την ζωή μου μονά ζυγά
Η νύχτα της αντάρας δεν περνάει
Καθώς θαλασσοδέρνω μεσ’τον ωκεανό
Στα ξάρτια ο αγέρας να σφυρίζει
Κι’από γρεγολεβάντε το γύρισε Νοτιά
Η σκέψη μου κοντά σου φτερουγά
Καθώς η πλώρη παλεύει με το κύμα
Και παίζουν την ζωή μου μονά ζυγά
Στην πρύμη ο λοστρόμος είναι στ’αμπά'ι'
Για κάθε συναπάντημα κακόΗ νύχτα της αντάρας δεν περνάει
Καθώς θαλασσοδέρνω μεσ’τον ωκεανό
Αλμύρα ποτισμένο το κορμί μου
Το πούσι αιχμαλωτίζει την ματιάΣτα ξάρτια ο αγέρας να σφυρίζει
Κι’από γρεγολεβάντε το γύρισε Νοτιά
ΚΑΙ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟΝ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ......
Στίχοι:
Αλλά το ίδιο κάτι μ' έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ' ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια.
~Ανδρέας Καρκαβίτσας —
~Ανδρέας Καρκαβίτσας —
Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013
Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013
ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΖΗΛΕΨΑΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Οι λεξεις σχηματιζουν πολλα οροματα γυρω μου ακουω καραβια να σφυριζουνε τωρα τι κανουν μαθες κλαινε... βλεπω περα τα καραβοφαναρα να αναμοζβιουν ..τ ι να φταιη
Ναι προχθες ηρθαν τα γραμματα δεν πηρα κανενα δεν πειραζη θα ξαναδιαβασω στην τραπεζαρια τα παλια, θα λενε το μακρη και το κοντο τους ,,παλι θα κλειστω στην καμπινα ..ποσο ζηλευω τους αλους που εχουν ...ειναι και αυτος ο κομπος στον λαιμο παναθεμα τον ας παω να πιω μια γουλια απτο νερο που καιει.............6 οχτωμβρι 70
,
«Όποιος θέλει να μάθει να προσεύχεται, πρέπει να πάει στη θάλασσα.»
Ειξερα ενα τυπο μαγκακι κουλτουριαδακι ερχωμενος στο καραβι ειχε αυτην την μονοκοματη ιδεολογια που εχουν αυτοι που θελουν να την εχουν, εν πλω και πρεπει να συντηρισουμε τα βιντσια,τον εχω μαζι για βοηθεια η θαλασσα λαδι και μου εχει πιαση την αναλυση του για τον κοσμο, για την αδηκια τα ειξερε ολα εκτος απο βοηθεια στην εργασια τι για πολιτηκη τι για θρησκειες ,οπωτε σε μια δοση μου λεει ακουγα και γω για θαλασσες και δεν ειξερα το πως δουλευτε και σεις τον κοσμο οι ναυτικαντζες....γυρναω τοτε και του λεω Σταυρακι αμα δης καλογερου αρχι..@ θα μου πης
Θα ειχε τριμηνο, κλειση απο βανκουβερ ,κορεα ταξιδι ηταν τοτε που αρχησε να βλεπη και την <αλη θαλασσα> τεζα ο Σταυρακας παω για κανενα βλεφαρο να τον δω στην καμπινα στο πατωμα ξαπλα ωπα μεγαλε τι εγινε δεν θα δουλεψουμε , ο δικος ουτε το στομα δεν μπωρει ν ανοιξη ρε εσυ που πιστευης και λες πρεπει να δουλευουμε ολοι ισα
λουφα τωρα Σταυρακι μου του λεω
καθε απαντηση και μια τασι εμετου,,αγαντα ρε ο αι Νικολας θα μας βοηθισει τουπα
ειδα το βλεμα του το πως με κοιταξε------λες μου λεει ναι ρε μαστορα ,ειμαι σιγουρος, μεχρι αυριο ειπε ο μαρκονης θα μαλακωση ο καιρος και την νυχτα θα τον παρουμε πριμα δεξα ολα καλα ρε αγαντα..
Απο τους πρωτους που κατεβηκε ο Σταυρακας στο λιμανι β γαινοντας εξω στην βολτα κατεληξα και γω για ενα ποτακι...μαστορα ....μαστορα ελα δω να αγκαλιες με τις σχιζοματες ο δικος μου και χαχαχουχα ετσι ρε του λεω, μπιουτηφουλ μαστορα λεει εδω..δεν εχει μποτζι χαλαλι οτι τραβηξα αχ πηρα και προσταντζα απο τον μπαρμπα [καπετανιο] κατι λιγα και απο τον επομενω μηνα θα με περνεις για κανενα οver time μου αρεση μαζι σου.
και ειχε δηκιο..ηταν καλο παιδι
ο ΘΕΟΣ αναπαυσει εφυγε απο τροχαιο στην σαλονικη μαζι με τον αδελφο του αντε γεια ρε Σταυρακα μου..
Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013
Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013
Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013
Σ εναν τοπο μακρια, υπηρχε ενας γερο ναυτικος και ελεγε ιστοριες ...ιστοριες τις θαλασσας..
Μια φορα κι εναν καιρο ,πριν πολλα χρονια σαν παιδι και γω ταξιδεψα ειμουν νεος και την ειθελα την επαφη μαζι τις
Λιγο πριν τρεξει το πρωτο δακρυ απο τις αναμνησεις που ερχωντε θελω να ξερεις οτι πραγματηκα σ αγαπησα γητευτρα θαλασσα μου
ME ΟΠΟΙΑ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΑΝ ΕΙΣΟΥΝ ΓΑΛΗΝΙΑ ΗΡΕΜΗ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΕΙΣΟΥΝ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΟΥ......
Μεσα στην καμπινα διαβαζω κατι γραμματα μεχρι τα χαραματα και το μαχαιρι λες και γυρναει στην καρδια
κιτρινισμενα γραμματα εφιαλτες που δεν σε αφηνουν να ξεφυγης απο τα παλια
Με τ απονερα των καραβιων που ταξιδεψαν χωρις εμενα γραφω το ταξιδι μου στον χρονο αμυνα
θαναι το ταξιδι εκεινο που ο χρονος δεν τον σβηνη οσο ζεις
Μια φορα κι εναν καιρο ,πριν πολλα χρονια σαν παιδι και γω ταξιδεψα ειμουν νεος και την ειθελα την επαφη μαζι τις
Λιγο πριν τρεξει το πρωτο δακρυ απο τις αναμνησεις που ερχωντε θελω να ξερεις οτι πραγματηκα σ αγαπησα γητευτρα θαλασσα μου
ME ΟΠΟΙΑ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΑΝ ΕΙΣΟΥΝ ΓΑΛΗΝΙΑ ΗΡΕΜΗ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΕΙΣΟΥΝ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΟΥ......
Μεσα στην καμπινα διαβαζω κατι γραμματα μεχρι τα χαραματα και το μαχαιρι λες και γυρναει στην καρδια
κιτρινισμενα γραμματα εφιαλτες που δεν σε αφηνουν να ξεφυγης απο τα παλια
Με τ απονερα των καραβιων που ταξιδεψαν χωρις εμενα γραφω το ταξιδι μου στον χρονο αμυνα
θαναι το ταξιδι εκεινο που ο χρονος δεν τον σβηνη οσο ζεις
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)