Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ




Σας παρακαλώ, τραβήξτε την κουρτίνα. Ανοίξτε τα παραθυρόφυλλα της Ιστορίας μας, να περάσει μέσα ο ήλιος. Σπάστε τις αμπάρες, κόψτε τα σκοινιά, διαρρήξτε τις μπουκαπόρτες, τινάξτε τα παλιά σκεπάσματα, φωνάξτε επιτέλους την αλήθεια, έρχονται χρόνια βαριά, έρχονται χρόνια κατακόκκινα, όχι από σημαίες και τοματοχυμούς, αλλά από αίμα.
Σας παρακαλώ, ξυπνήστε, δεν πάει άλλο, φτάνει πια, ο δρόμος τελειώνει, η πατρίδα τελειώνει, το όνειρο τελειώνει, όλα πάνε προς το τέλος, το χιόνι βρωμίστηκε από τα πατήματά τους, ο αέρας μολύνθηκε απ' την ανάσα τους, τα λόγια γίνονται σφικτήρες και πνίγουν το μυαλό, οι σκέψεις ταξιδεύουν σαν τραυματισμένες καρακάξες σ ένα άδειο τοπίο...
Σας παρακαλώ, κρατήστε όρθιες τις ιδέες, μην παραδίδεστε στις εικόνες, σταθείτε απέναντι από το ύποπτο ρεύμα, μην αφήνετε να περπατήσει στο σώμα σας το τρεμούλιασμα του πανικού, μην αποχωρείτε, μην φεύγετε, μην αραιώνετε τις γραμμές, πρέπει να είμαστε όλοι εδώ, πρέπει να γίνουμε όλοι μαζί Κάτι Μεγάλο, πρέπει και πρέπει και πρέπει...
Σας παρακαλώ, μην ξεγελάτε το θυμό σας με υποψίες συμβιβασμού, μην ανατρέπετε την αγανάκτηση σας, μην προδίδετε το πρώτο βήμα της άνοιξης, μην διστάζετε, κρατηθείτε όρθιοι, το κύμα θα περάσει, η μπόρα θα καταντήσει ψιλοβρόχι αν εμείς περάσουμε από μέσα της μ’ ένα λοστό στο βλέμμα κι ένα σκληρό χαμόγελο στο ξεραμένο στόμα μας…
Σας παρακαλώ, δεν έχετε το δικαίωμα να σταματήσετε να σκέφτεστε! Μας κοιτάζουν από το συμπαντικό θεωρείο τους οι Αγέννητοι ΄Ελληνες! Ζητάνε μια καθαρή χώρα να γεννηθούν κι ένα ζωντανό τοπίο να μεγαλώσουν. Ζητάνε μια σπίθα αγάπης να φωτίσει τον καινούργιο δρόμο τους. Αλλιώς, αν δεν τους πείσουμε, δεν θα κατεβούν, θα ορφανέψει ο τόπος μας, θα αρχίσει να σβήνεται από το χάρτη του κόσμου, μην το επιτρέψετε αυτό…
Σας παρακαλώ, δεν έχω άλλη δύναμη να φωνάξω, τόσα χρόνια, σέρνω κι εγώ την ταπεινή μου φωνή σ όλους τους τόνους, δεν έχω άλλες κοφτερές λέξεις να τινάξω στον άνεμο, να σας βρουν κατακούτελα, είμαι κι εγώ ένας από σας, φταίω για πάρα πολλά, όμως το παιδί που διανυκτερεύει μέσα μου, δεν θα γιορτάσει πια, κανείς δεν του κάνει ένα δώρο, το ίδιο κι εσείς νιώθετε το ξέρω, το βλέπετε, αρνούμαι ακόμα και να παίξω με τις λέξεις μου.
Δεν μου φτάνουν πλέον τα ποιήματα, τα λόγια μας βαρύνανε σαν τις ψυχές μας, όχι, μην αφήσουμε να κλείσει η πόρτα…
Σας παρακαλώ, μην αφήσουμε να μπει ο δικός μας θάνατος ανάμεσά μας, δικάστε τους μέσα σας πρώτα, εις θάνατον, εις θάνατον, εις θάνατον, όλοι τους, όλοι όσοι μας πούλησαν, μας πρόδωσαν, μας ξευτέλισαν, μας γονάτισαν, μας απέσυραν στις γωνιές της αγωνίας, εις θάνατον σας παρακαλώ, όλοι τους λοιπόν…
Σας παρακαλώ, δεν έχω πρόσκληση, δεν έχω πρόκληση, δεν χτυπάω κανένα κουδούνι, κανένα καμπανάκι, οι καμπάνες σιγούν σ’ όλη τη χώρα, οι ποιητές μου βουρκώνουν από τα βάθη της ιστορίας μας, οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας, μας τραβάνε το αυτί αυστηρά, δεν μπορεί να μην το βλέπετε, δεν μπορεί να πέσατε όλες κι όλοι, Αδελφές κι Αδελφοί μου, σε μαύρη νάρκη, σε ύπουλο ύπνο, σε βαριά αφασία, δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να πηγαίνετε αμίλητοι με σκυφτό το κεφάλι προς το τέλος του δρόμου...
Σας παρακαλώ, μέσα σας τουλάχιστον, κρεμάστε τους, τουφεκίστε τους, κόψτε τους τις γλώσσες, πετάξτε τα κεφάλια τους στο βάραθρο, διαλύστε τα ίχνη τους στον καραβοριά…
Σας παρακαλώ, δεν έχουμε τίποτε να σώσουμε πια, παρά μόνο Εμάς. Κι αυτό είναι πάρα πολύ…
Σας παρακαλώ, ακούστε με, σας μιλά ο τελευταίος των τελευταίων ανάμεσά σας, με λόγια απλά, δίχως στολίδια, όμως η βαριά ευθύνη μας, ας βγει στον ελεύθερο αγέρα. Ο αγέρας αυτός είναι δικός μας, ακόμη… Ανεβείτε μέσα του και πετάξτε ψηλά, πιο ψηλά κι απ’ το φόβο, πιο ψηλά κι από το θάνατο...
Σας παρακαλώ, ακούστε με..   Ιατροπουλος.Α.Δημητρης
Η γυναίκα μου μού πρότεινε να βγω με άλλη γυναίκα.
ʽΓνωρίζεις πολύ καλά πως την αγαπάςʼ μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.
ʽΗ ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της χρόνο.ʼ
ʽΜα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώʼ της είπα έντονα.
ʽΤο ξέρω. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.ʼ
Η άλλη γυναίκα, την οποία η γυναίκα μου ήθελε να επισκεφθώ, ήταν η μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Όμως οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.ʼ
Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο και μετά για κινηματογράφο.
ʽΤι συμβαίνει; Είσαι καλά;ʼ με ρώτησε.
Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.
ʽΝόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζίʼ της απάντησα. ʽΟι δυο μας μόνοι… Τί λες;ʼ
Σκέφθηκε λιγάκι και απάντησε: ʽΘα το ήθελα πολύ.ʼ
Εκείνη την Παρασκευή, καθώς οδηγούσα μετά το γραφείο για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και πώς τα φέρνει η ζωή, όταν έφθασα στο σπίτι της, παρατήρησα πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!
Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.
ʽΕίπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκανʼ μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. ʽΔεν μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδυνή έξοδό μας.ʼ
Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄
Μόλις καθήσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά. Το μόνο που ΄έπιαναν΄ τα μάτια της ήταν κάτι μεγάλες φιγούρες.
Μόλις έφθασα στη μέση του καταλόγου, σήκωσα το πρόσωπό μου. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο πέρασε από τα χείλη της.
ʽΕγώ ήμουν αυτή που σου διάβαζε τον κατάλογο, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;ʼ
ʽΉρθε η ώρα, λοιπόν, να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρηʼ απάντησα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.
Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
ʽΘα βγω μαζί σου την επόμενη φορά, αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ την πρότασηʼ μου είπε η μητέρα μου καθώς την επέστρεφα στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα.
Πώς πήγε το ραντεβού;ʼ θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
ʽΠολύ όμορφα, σ΄ευχαριστώ. Περισσότερο κι απ΄ό,τι περίμενα.ʼ της απάντησα.Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ΄έφυγε΄ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα.
Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φακέλο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
ʽΤο δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς τί σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ!ʼ
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του να είχα πει εγκαίρως ʽΣΕ ΑΓΑΠΩʼ........
Συνειδητοποίησα ακόμη τη σπουδαιότητα........ να δίνουμε στους αγαπημένους μας.... το χρόνο που τους αξίζει.......... Τίποτα στη ζωή δεν είναι.... και δεν θα είναι.... πιο σημαντικό από την οικογένεια σου..... Αφιέρωσε χρόνο σ΄αυτούς που αγαπάς......... γιατί αυτοί......... δεν μπορούν να περιμένουν....
Καμιά φορά η μάσκα που φοράς δεν 
 είναι αρκετή να κρύψει όλα
 όσα θα ήθελες να κρύψεις.
Έλα να γνωριστούμε από την αρχή λοιπόν...
Εσύ θα βγάλεις τη μάσκα που φοράς, 
κι εγώ θα κάνω πως 
.δεν πόνεσε που ξέρω
Το ημερολόγιο έδειχνε 30 Οκτωβρίου 1988 όταν ο Τάσος Λειβαδίτης μας αποχαιρέτισε για πάντα.

Όμως εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν. Ετσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνοια/ μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.