Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

...ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ.............2..............


Έφυγε εκείνο το καλοκαίρι
κι έφυγες μαζί του και εσύ... 
Τότε που η πλάση μοσχοβολούσε
ρόδα και νυχτολούλουδα... 
Ξέφρενα τα τραγούδια τζιτζικιών
ηχούσαν πένθιμα 
και πρόωρα σχόλασε 
των μελισσών το πανηγύρι... 
Μωβ ανεμώνες και υάκινθοι
σκόρπισαν ολόγυρα θλιμμένα μύρα πένθους...
Και ο άγγελός σου, που ήρθε
έναν άλλο άγγελο επί γης να πάρει,
έραινε λεμονανθούς το σεπτό σου σώμα,
απαρηγόρητος θρηνώντας 
στης κλίνης σου την άκρη... 
Πατέρα, χώμα έγινες 
και πώς βαστώ ακόμα;

Κοιτάζομαι προσεκτικά στον καθρέφτη και αντικρίζω το πρόσωπο του πατέρα. "Τι κάνεις εδώ;" τον ρωτάω "δεν πέθανες;;;" "Εσύ πέθανες" μου απαντάει "εσύ, όταν πνίγηκες μέσα στη λύπη..."



Είμαι καλά, Μητερούλα, αυγή μου...

Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά.

Κάθομαι κάτω απ' τον ίσκιο της λύπης μου,

κι αφήνω την πένα μου να κλάψει, μάνα...

Τρεμούλα των χεριών...

Χρόνια που ξεφεύγετε απ' την μπόλια...

Στεναγμέ που μετράς τον μισεμό μου...

Είμαι καλά.


"Πρώτον, Μητερούλα... Υγείαν έχω"

Και το στήθος μου φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό.

Κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα στα πλευρά μου.

"Πρώτον, Μητερούλα..." Μα συγχώρα με και σήμερα.

Συγχώρα με και σήμερα που δεν θα μάθεις την αλήθεια.


Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.

Δεν περνά τη θάλασσα.

Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.



"Είμαι καλά".


Αφήστε
 με στον πόνο μου
 στην παιδική 
καρδιά μου

Πάνε τα νανουρίσματα...


Πάνε τα χάδια στο μέτωπό μας,


τα φιλιά στις πληγές για να τις γιάνουν...


Γίναμε γονείς του εαυτού μας.

Μόνο εμάς έχουμε να μας νοιαστε
Μα πότε κιόλας γέρασα;

 Μια καλημέρα,

 μια καλησπέρα

 και να σου 

η δύση μου έφτασε

Πάρτε μου αίμα, γιατρέ! 


Να δω πόσα τα λευκά πραγματικότητας 


και πόσα τα ερυθρά ονείρου... 


Να μάθω πόσος χρόνος βίου αβίωτου μου απομένει!


ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ......1.........

Η εικόνα ίσως περιέχει: κούπα καφέ, καφέ και ποτό
ΕΝΑ .......ΑΣΤΕΡΙ....ΓΡΑΦΕΙ....
Ναι, κύριε, σκέτο τον πίνω τον καφέ μου...
Πασπαλισμένο με δυο κουταλάκια πόνου 
και λίγο γάλα αγνό, σαν κι αυτό που 
ρουφούσα κάποτε ως μωρό από τη μάνα μου.
Σας λέω, κύριε, ο πόνος του πατέρα μου 
και το γάλα της γλυκιάς μου μητέρας
πάντα θα με συνοδεύει, όπου πάω,
όπου κι αν βρίσκομαι,
ακόμη και στις πιο ξέγνοιαστες στιγμές μου!
Ναι, κύριε, έτσι πίνω τον καφέ μου,
έτσι μεγάλωσα εγώ, έτσι έμαθα να ζω!
Κι αν δε σας αρέσει, δεν πειράζει... 
Δώστε μου τα ρέστα, να φύγω..
Δεν θα με καταλαβαίνατε, έτσι κι αλλιώς



Έχασα πολλά πλοία, που θα με πήγαιναν...
Κυρίως όμως έχασα, αυτά που θα με γύριζαν...
Έτσι σώθηκα, φίλε μου, ίσαμε τώρα: χάνοντας! 
Χάνοντας όνειρα, ανθρώπους και 
όλα της καρδιάς μου τα καράβια... 
Αιωνία μου η μνήμη λοιπόν
και αιωνία σου εσένα η χαρά!
image.png

Πάνε τα νανουρίσματα...
Πάνε τα χάδια στο μέτωπό μας,
τα φιλιά στις πληγές για να τις γιάνουν...
Γίναμε γονείς του εαυτού μας.
Μόνο εμάς έχουμε να μας νοιαστεί

Εδώ, στην άκρη του πόνου και του δικού μου κόσμου, στέκω μονάχη αλλά ελεύθερη, έτοιμη μα και γαλήνια, με την καρδιά μου ανάλαφρη και φίλη πια μετά από τόσα χρόνια... Λαχτάρησα δικαιοσύνη και αλήθεια (το μόνο μου έγκλημα), μα μόνο ψήγματά τους βρήκα εδώ κι εκεί. Κάθε ανατολή, έφερνε μαζί της τον όλεθρο της ελπίδας... Κάθε ηλιοβασίλεμα, την έθαβε, κι εγώ, να παρακαλάω κάθε τόσο να σβήσουν τα φώτα των ανθρώπων στους δρόμους, για να μπορέσω να δω ήσυχη τ' αστέρια...

Εδώ, στην άκρη του πόνου και του δικού μου κόσμου, στέκω μονάχη αλλά ελεύθερη, έτοιμη μα και γαλήνια, με την καρδιά μου ανάλαφρη και φίλη πια μετά από τόσα χρόνια... Λαχτάρησα δικαιοσύνη και αλήθεια (το μόνο μου έγκλημα), μα μόνο ψήγματά τους βρήκα εδώ κι εκεί. Κάθε ανατολή, έφερνε μαζί της τον όλεθρο της ελπίδας... Κάθε ηλιοβασίλεμα, την έθαβε, κι εγώ, να παρακαλάω κάθε τόσο να σβήσουν τα φώτα των ανθρώπων στους δρόμους, για να μπορέσω να δω ήσυχη τ' αστέρια...


Γλυκαίνει ο καιρός, μα μέσα μου βαρυχειμωνιάζει. 
Χάθηκα μέσα στα "ναι", που δε θα 'πρεπε να 'χα πει. 
Πνίγηκα στα "όχι", που δεν είπα, 
και δε μου 'μειναν πια άλλες ανάσες. 
Μόνο το καρδιοχτύπι μου έμεινε το παιδικό 
και εκείνο το καλοκαίρι που από τότε προσδοκούσα... 
Περίμενα, όλο περίμενα....
Χρόνια ολάκερα σ' ένα θάλαμο αναμονής, 
μα πουθενά δε φαίνεται το Καλοκαίρι μου! 
Γιατί οι ψυχές που ήρθαν 
να με ανταμώσουνε ως τώρα, 
κι όλες εκείνες που με αναμένουν, 
δεν έχουνε εκείνο το ~ μ ο ν α δ ι κ ό ~ και ένα, 
που χρειάζεται σ' εμένα, 
δεν έχουνε αυτό που λέγεται: β α θ ι ά...!!!

Αγαπητή νεφέλη, "σύννεφο" όπως σε λένε, 
θα σε παρακαλούσα να μην ξανάρθεις 
πάνω απ' το κεφάλι μου... 
Αρκετές βροχές σου άντεξα, 
ήλιο αρκετό μου στέρησες! 
Μετακόμισα εξαιτίας σου πολλάκις. 
Σπίτια άλλαξα και πόλεις, νομούς και εαυτούς. 
Κατέφυγα στη θάλασσα, αλλά κι εκεί με βρήκες, 
συνωμότησες, και έγινες καταιγίδα... 
Επειδή δεν πνίγηκα όμως, 
δεν σημαίνει πως επέζησα κιόλας!
Σεβάσου, επιτέλους, 
το ελάχιστο που μου 'χει απομείνει...
Δικαιούμαι έστω μία, 
μια μέρα ανέφελης λευκότητας, 
δε νομίζεις;
Εδώ, στην άκρη του πόνου και του δικού μου κόσμου, στέκω μονάχη αλλά ελεύθερη, έτοιμη μα και γαλήνια, με την καρδιά μου ανάλαφρη και φίλη πια μετά από τόσα χρόνια... Λαχτάρησα δικαιοσύνη και αλήθεια (το μόνο μου έγκλημα), μα μόνο ψήγματά τους βρήκα εδώ κι εκεί. Κάθε ανατολή, έφερνε μαζί της τον όλεθρο της ελπίδας... Κάθε ηλιοβασίλεμα, την έθαβε, κι εγώ, να παρακαλάω κάθε τόσο να σβήσουν τα φώτα των ανθρώπων στους δρόμους, για να μπορέσω να δω ήσυχη τ' αστέρια..
.....................ΑΠΑΝΕΜΟ ΛΙΜΑΝΙ    ......................