Έφυγε εκείνο το καλοκαίρι
κι έφυγες μαζί του και εσύ...
Τότε που η πλάση μοσχοβολούσε
ρόδα και νυχτολούλουδα...
Ξέφρενα τα τραγούδια τζιτζικιών
ηχούσαν πένθιμα
και πρόωρα σχόλασε
των μελισσών το πανηγύρι...
Μωβ ανεμώνες και υάκινθοι
σκόρπισαν ολόγυρα θλιμμένα μύρα πένθους...
Και ο άγγελός σου, που ήρθε
έναν άλλο άγγελο επί γης να πάρει,
έραινε λεμονανθούς το σεπτό σου σώμα,
απαρηγόρητος θρηνώντας
στης κλίνης σου την άκρη...
Πατέρα, χώμα έγινες
και πώς βαστώ ακόμα;
Κοιτάζομαι προσεκτικά στον καθρέφτη και αντικρίζω το πρόσωπο του πατέρα. "Τι κάνεις εδώ;" τον ρωτάω "δεν πέθανες;;;" "Εσύ πέθανες" μου απαντάει "εσύ, όταν πνίγηκες μέσα στη λύπη..."
Είμαι καλά, Μητερούλα, αυγή μου...
Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά.
Κάθομαι κάτω απ' τον ίσκιο της λύπης μου,
κι αφήνω την πένα μου να κλάψει, μάνα...
Τρεμούλα των χεριών...
Χρόνια που ξεφεύγετε απ' την μπόλια...
Στεναγμέ που μετράς τον μισεμό μου...
Είμαι καλά.
"Πρώτον, Μητερούλα... Υγείαν έχω"
Και το στήθος μου φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό.
Κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα στα πλευρά μου.
"Πρώτον, Μητερούλα..." Μα συγχώρα με και σήμερα.
Συγχώρα με και σήμερα που δεν θα μάθεις την αλήθεια.
Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
Δεν περνά τη θάλασσα.
Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.
"Είμαι καλά".
Αφήστε
με στον πόνο μου
στην παιδική
καρδιά μου
Πάνε τα νανουρίσματα...
Πάνε τα χάδια στο μέτωπό μας,
τα φιλιά στις πληγές για να τις γιάνουν...
Γίναμε γονείς του εαυτού μας.
Μόνο εμάς έχουμε να μας νοιαστε
Πάνε τα χάδια στο μέτωπό μας,
τα φιλιά στις πληγές για να τις γιάνουν...
Γίναμε γονείς του εαυτού μας.
Μόνο εμάς έχουμε να μας νοιαστε
Μα πότε κιόλας γέρασα;
Μια καλημέρα,
μια καλησπέρα
και να σου
η δύση μου έφτασε
Μια καλημέρα,
μια καλησπέρα
και να σου
η δύση μου έφτασε