Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΟΣ;;

Όλοι τον λέγανε τρελό στη γειτονιά. Τον κορόιδευαν, τον αποφεύγανε. Το μάτι του γυάλιζε σαν έβλεπε αδικία, γλύκαινε στη θέα των παιδιών... Έκανε παρέα με τ'αδέσποτα ζώα, μοιραζόταν μαζί τους το φαγητό του... Κι αυτόματα πήρε προαγωγή! Έγινε θεότρελλος! Μα να μοιράζεται το φαγητό που του δίνανε επιδεικτικά οι καλόκαρδοι γείτονες, κι αυτός να το μοιράζεται με τα ζώα; Αν αυτό δεν ήταν τρέλλα,τι ήταν; Περπατούσε στους δρόμους ζητιανεύοντας ένα τσιγάρο. Δεν κάπνιζε... Μα έψαχνε ευκαιρία να πιάσει κουβέντα με τους περαστικούς... Με τα χρόνια οι άνθρωποι σκληρύνατε, τα παιδιά μεγαλώνανε κι αυτός έμενε σχεδόν ο ίδιος... Ίσως φταίγανε και τα ρούχα που φορούσε... Χειμώνα Καλοκαίρι το ίδιο τζην, ένα καρό πουκάμισο, μισολιωμένα παπούτσια, κι ένα αδιόρατο χαμόγελο... Στα πολλά κρύα τυλιγόταν σ'ένα τεράστιο μπουφάν που ήταν γεμάτο τρύπες... Πόσο όμορφος είχε γίνει ο κόσμος με τα χρόνια! Μαζέψανε υπογραφές και τον κλείσανε σε ίδρυμα. Ήταν ντροπή για τη γειτονιά που είχε γίνει γειτονιά μεγαλούπολης. Τα σπιτάκια κι οι αυλές με τα γιασεμιά είχαν γίνει πολύχρωμες πολυκατοικίες, με μικρά παράθυρα, μικρούς ανθρώπους, ακριβά αυτοκίνητα, πανάκριβα όνειρα και φτηνές, ρηχές ψυχές... Στο ίδρυμα έπαψε να μιλάει. Όχι πως μιλούσε και πολύ... Στα δωμάτια του ιδρύματος στιβαγμένοι άνθρωποι όλων των ηλικιών και των δύο φύλων, από διαφορετικά μέρη, μ'ένα μονάχα κοινό. Ήταν ανεπιθύμητοι... Με τον καιρό έπιασε γνωριμία με μια κυρία που δεν ήξερε να του πει το όνομά της. Κι ήταν όμορφη,πρόσεχε πολύ τον εαυτό της. Κι όπως ήταν ακίνδυνη της επιτρέπανε να έχει μαζί της σύνεργα μακιγιάζ και περιποίησης. Ένα ψηλό συρματόπλεγμα τους χώριζε από τον έξω κόσμο, μια άβυσσος από τους δικούς τους ανθρώπους. Με τα χρόνια τους περισσότερους τους είχαν ξεχάσει κι αυτό βόλευε ίσως και τις δυο πλευρές. Κανένας δεν ήθελε να το συζητήσει... Ο φίλος μας περνούσε πολλές ώρες κάνοντας βόλτα πάνω κάτω παράλληλα με το συρματόπλεγμα. Νομίζοντας πως έψαχνε τρόπο να δραπετεύσει τον παρακολουθούσαν διακριτικά. Μα μετά από καιρό χαλάρωσε η προσοχή των φυλάκων του. Κανένας δεν μπορούσε να πει με σιγουριά πόσα χρόνια ήταν πια εκεί μέσα... Κάποιοι σύντροφοι φεύγανε, νέοι ερχότανε, κι η όμορφη φίλη του κάποια στιγμή δεν είχε πια κουράγιο να χρησιμοποιεί τα ψαλιδάκια, τις λίμες και τα τσιμπιδάκια.... Είχε γεράσει και δεν έβλεπε... Της ζήτησε να του δώσει τη λίμα και το ψαλιδάκι κι εκείνη δεν έφερε αντίρρηση... Κάθε βράδυ σχεδόν τους επόμενους μήνες έβγαινε κρυφά από το δωμάτιό του και πήγαινε στο συρματόπλεγμα. Μήνες μετά τον βρήκανε νεκρό δίπλα του. Είχε κι ένα γράμμα... "Το μόνο που ήθελα από παιδί ήταν να ζήσω ελεύθερος. Μα δεν τα κατάφερα... Σ'όλη μου τη ζωή έζησα μισή ελευθερία... Κι αφού δεν μπορώ να βγω από την μικρή τρύπα που άνοιξα, άφησα απ'έξω κάτι από μένα. Σήμερα κατάλαβα γιατί δεν μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι. Γιατί δεν νιώσαμε αρκετή....." Εκεί κοβόταν το γράμμα του τρελλού... Τι να εννοούσε; αναρωτήθηκαν, μέχρι που είδαν το σχήμα της τρύπας που άνοιγε υπομονετικά με τη λίμα των νυχιών... Κι απέξω, πάνω στο υγρό χορτάρι, μια τούφα από τα μαλλιά του να τα σκορπάει ο αέρας όπου ήθελε... Κι η μέρα χάραζε και φώτιζε τον γνωστικό κόσμο μέσα από την τρύπα του τρελού... [i

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου