Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015






ΘΕΕ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΨΥΧΩΝ, εσύ που είσαι χαμένος ανάμεσα στους άλλους θεούς, άκουσέ με! Εσύ, μοίρα γλυκιά που μας παραστέκεις, κι εσείς τρελά περιπλανώμενα πνεύματα, ακούστε με: Εγώ, ο πιο ατελής, κατοικώ ανάμεσα σε μια τέλεια φυλή.

ΕΓΩ, ΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΧΑΟΣ, ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΜΑ από συγκεχυμένα στοιχεία, περιφέρομαι ανάμεσα σε ολοκληρωμένους κόσμους, ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν τέλειους νόμους, απαρασάλευτη τάξη και συγκροτημένες σκέψεις.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΔΙΕΥΘΕΤΗΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ και τα οράματά τους είναι καταγραμμένα και αρχειοθετημένα. Θεέ μου, οι αρετές των ανθρώπων αυτών είναι μετρημένες, κι οι αμαρτίες τους ζυγιασμένες. Και τα απροσμέτρητα πράγματα που διαβαίνουν στο θαμπό ηλιοβασίλεμα, εκεί που δεν υπάρχει ούτε αμαρτία ούτε αρετή, είναι κι αυτά γραμμένα σε κατάστιχα.

ΕΔΩ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΜΟΙΡΑΖΟΝΤΑΙ σε εποχές συμπεριφοράς και κυβερνιούνται από άψογους, ακριβείς κανόνες. Να τρως, να πίνεις, να κοιμάσαι, να σκεπάζεις τη γύμνια σου, και τέλος να κουράζεσαι την πρεπούμενη ώρα. Να δουλεύεις, να παίζεις, να τραγουδάς, να χορεύεις, κι ύστερα να πλαγιάζεις ώσπου το ρολόι να σημάνει την ώρα. Να σκέφτεσαι έτσι, να αισθάνεσαι τόσο, κι ύστερα -μόλις ένα καθορισμένο άστρο ανατείλει στον ορίζοντα- να σταματάς να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι.

ΝΑ ΛΗΣΤΕΥΕΙΣ ΤΟΝ ΓΕΙΤΟΝΑ ΣΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΩΝΤΑΣ, να προσφέρεις δώρα χειρονομώντας κομψά, να επαινείς, να κατηγορείς κεκαλυμμένα, να καταστρέφεις ψυχές με ένα σου λόγο, να καις τους ανθρώπους με μιαν ανάσα σου, κι ύστερα μόλις τελειώνει η δουλειά της μέρας να νίπτεις τας χείρας σου.

Ν’ ΑΓΑΠΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ, να ψυχαγωγείς τον καλύτερο εαυτό σου με προσχεδιασμένο τρόπο, να λατρεύεις τους θεούς όπως τους αξίζει, να μηχανορραφείς έντεχνα με τους δαίμονες, κι ύστερα να τα λησμονείς όλα, σαν να έχει πεθάνει η μνήμη σου.

ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΥΣΤΕΡΟΒΟΥΛΑ, ΝΑ ΣΤΟΧΑΖΕΣΑΙ ΜΕ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ,να είσαι ελαφρά ευτυχισμένος και να υποφέρεις αριστοκρατικά κι ύστερα ν’ αδειάζεις το ποτήρι ως την τελευταία σταγόνα, για να μπορείς να το γεμίσεις πάλι αύριο.

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΘΕΕ ΜΟΥ, έχουν τέλεια προβλεφτεί, έχουν αποφασιστικά γεννηθεί, έχουν γαλουχηθεί με φροντίδα, κυβερνιούνται από κανόνες, καθοδηγούνται από τη λογική κι ύστερα -σύμφωνα με προκαθορισμένη μέθοδο- σφαγιάζονται και θάβονται. Κι ακόμα, οι σιωπηλοί τάφοι, που βρίσκονται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, είναι σημειωμένοι κι αριθμημένοι.

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, ένας κόσμος ολοκληρωμένης τελειότητας, ένας κόσμος τρανών θαυμάτων, το ωριμότερο φρούτο στου Θεού τον κήπο, η μεγαλοφυέστερη σκέψη στο σύμπαν. Αλλά γιατί Θεέ μου, πρέπει εγώ να βρίσκομαι εδώ; Εγώ, ένας άγουρος σπόρος ανεκπλήρωτου πάθους, μια καταιγίδα τρελή, εγώ, που δεν γυρεύω ούτε την ανατολή ούτε τη δύση, εγώ, ένα αλλοπαρμένο θραύσμα κάποιου πλανήτη που εξερράγη; Θεέ των χαμένων ψυχών, εσύ που είσαι χαμένος ανάμεσα στους άλλους θεούς, γιατί βρίσκομαι εδώ;



ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΜΟΥ, θαλασσωμενο αποψε το Αιγαιο
Τὸ ἴδιο κι ἐγώ.
Χθὲς δὲν πρόλαβα νὰ καθίσω στὸ τραπέζι κι ἕνα τηλέφωνο

μὲ κατέβασε στὸ λιμάνι. Στὶς ἑφτὰ ποὺ σαλπάραμε, δὲν
μποροῦσα νὰ περπατήσω ἀπὸ τὴν κούραση. Ἡ παρηγοριά μου
ἦταν ἡ «ὥρα» σου. Ἡ λύπη μου ὅτι δὲν κυβέρνησα οὔτε στιγμὴ
τὸ καταπληκτικὸ Θαλασσινὸ σκαρί, τὸ κορμί σου.
Ἀπὸ δείλια καὶ ἀτζαμοσύνη σήκωσα τὸ κόκκινο σινιάλο τῆς Ἀκυβερνησίας.
Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης:
Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει.
Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε, ὁ Μεγαλέξανδρος,
ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό.
Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός.
Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο.
Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό. Κρασὶ βαθυκόκκινο ποὺ δίνει
δόξα στὸ κρύσταλλο. Πληγὴ ἀπὸ κοπίδι κινέζικο.
Ἀστραπή. Βυσσινὶ ἡλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα τῆς πίστης μου.
Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου
Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου
Σὲ ἀγκαλιάζω.


ΚΟΛΙΑΣ

Οι λέξεις του σχηματίζουν ποιήματα. «Γύρω σφυρίζουν, κλαίνε θα μπορούσε να πει κανείς, τα καραβοφάναρα…» ανέφερε σε ένα του γράμμα, ενώ σε άλλο έγραφε: «Προχθές είχα ένα γράμμα σου από τις 29 Δεκεμβρίου κι ένα τις 2 Ιανουαρίου. Με το χθεσινό ταχυδρομείο δεν είχα. Και ζηλεύω τους άλλους που έχουν». ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΖΗΛΕΨΑΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΓΡΑΜΜΑΤΑ


Κάποιος φεύγει μ 'ένα πλοίο
κάποιος που δεν είμαι 'γω.
Στη προβλήτα μες το κρύο
λυπημένα τον κοιτώ


Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
Στρομπολι
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία
πάντα στο ντεκ σε μια σεζ-λονγκ πεσμένη κάτωχρη
απ' τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία

Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες
σ' ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες

Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε
είπες σε κάποιο γελαστή σε τόνο αστείου:
"Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"

Ύστερα σ' είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω
Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου